- κοινωνητικός
- κοινων-ητικός, ή, όν,A v.l. for κοινωνικός, Plb.2.44.1; -κή (sc. ἐπιστήμη) social science, coupled with πολιτική, Plu.2.746a:—hyperdor.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοινωνητικός — και δωρ. τ. κοινωνατικός, ή, όν (Α) [κοινωνώ] 1. δ. γρφ. αντί κοινωνικός* 2. (ο δωρ. τ.) α) γενναιόδωρος β) ελευθέριος … Dictionary of Greek
κοινωνητικός — social science masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνητικόν — κοινωνητικός social science masc acc sg κοινωνητικός social science neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνητικῆς — κοινωνητικός social science fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνατικός — κοινωνατικός, ή, όν (Α) (δωρ. τ.) βλ. κοινωνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινωνητικός] … Dictionary of Greek